- φημολογώ
- (ε) αμετ. распространять слухи;
φημολογούμαι:
φημολογείται, ότι,.. — ходят слухи, что...
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
φημολογούμαι:
φημολογείται, ότι,.. — ходят слухи, что...
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.